επιμανίκιο

επιμανίκιο
το (AM ἐπιμανίκιον)
πλατιά, κεντητή συνήθως, ταινία που δένει με κορδόνια γύρω από τον καρπό τού χεριού για να συγκρατεί τα μανίκια τού στιχαρίου τών κληρικών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιμάνικο — το (Μ ἐπιμάνικον) το επιμανίκιο …   Dictionary of Greek

  • υπομάνικο — το / ὑπομάνικον, ΝΜ εκκλ. το επιμανίκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μανίκι(ο)ν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”